Χουρσίτ πασάς, λιθογραφία του Bouvier. |
Όταν ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε τον Αλή πασά στα Γιάννενα, πληροφορήθηκε την εξέγερση της Ανατολικής Στερεάς, έστειλε 8.000 πεζούς και 800 ιππείς με επικεφαλής τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά και τον Αλβανό Ομέρ Βρυώνη για να την καταπνίξουν και μετά να εισβάλουν στην Πελοπόννησο και να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Με μάχες στην Αλαμάνα (23 Απριλίου 1821) ο Αθανάσιος Διάκος, στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου) οΟδυσσέας Ανδρούτσος και στα Βρυσάκια της Εύβοιας (15 Ιουλίου) οΑγγελής Γοβγίνας, προσπάθησαν να ανακόψουν την κάθοδο των Τούρκων στην Πελοπόννησο και κατόρθωσαν να τους καθηλώσουν στη Βοιωτία, όπου περίμεναν ενισχύσεις.
Τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι οργάνωσαν νέα, ενισχυμένη εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου. Μια δύναμη από 8.000 ενόπλους – οι περισσότεροι έφιπποι – και πλήθος άμαξες φορτωμένες με εφόδια, με επικεφαλής το γνωστό από την εκστρατεία της Χαλκιδικής Μπεϊράν πασά, ως αντιστράτηγο, και τους Μεμίς πασά, Σαχίν Αλή πασά και Χατζή Μπεκίρ πασά, κατέβηκε από τη Λάρισα και στρατοπέδευσε στο Ζητούνι (Λαμία), ενώ μία άλλη από 4.000 άνδρες με επικεφαλής τον Μαχμούτ πασά της Δράμας στρατοπέδευσε στον Δομοκό. Σχέδιο των Τούρκων ήταν οι δυνάμεις αυτές, αφού ενωθούν με τις δυνάμεις του Κιοσέτ Μεχμέτ πασά και του Ομέρ Βρυώνη, να προελάσουν στην Πελοπόννησο και να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Σύμφωνα με τον Φιλήμονα, μέσα Αυγούστου πρώτος ο Γιαννάκης Δυοβουνιώτης πληροφορήθηκε την άφιξη του τουρκικού στρατού στο Ζητούνι και ειδοποίησε τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Στερεάς, οι οποίοι συνήλθαν στο χωριό Εργίνι (στους πρόποδες της Φοντάνας), για να συσκεφθούν πού θα αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στρατό κατά την πορεία του από τη Λαμία στη Λιβαδειά. Στη σύσκεψη αλλά και στη μάχη δεν έλαβε μέρος ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που ήταν μακριά.
Ο Γιάννης Γκούρας και ο γιος του γερο-Πανουργιά, ο Νάκος, πρότειναν να οχυρωθούν στη διάβαση της Φοντάνας, αλλά επικράτησε η πρόταση του Δυοβουνιώτη, να στήσουν ενέδρα στη στενωπό του δημόσιου δρόμου τωνΒασιλικών, όπου και το ομώνυμο χωριό της Φθιώτιδας, που ήταν τότε ακατοίκητο.
Οι δυνάμεις των Ελλήνων, περίπου 1.600 άνδρες, τοποθετήθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο του Δυοβουνιώτη – ο οποίος ορίστηκε και αρχηγός –ως εξής: στο πυκνό δάσος στην είσοδο της διάβασης ο Δυοβουνιώτης, στο εσωτερικό δεξιά ο Αντώνης Κοντοσόπουλος και αριστερά ο Κομνάς Τράκας, ο Κώστας Καλύβας και ο Κώστας Μπίτης και στην έξοδο της διάβασης ο Γκούρας, ο Πανουργιάς και ο γιος του αρχηγού, ο Γιώργος Δυοβουνιώτης – στον οποίο οφείλουμε και περιγραφή της μάχης – ενώ 200 άνδρες υπό τον Παπαντρέα στάλθηκαν στη διάβαση της Φοντάνας.
Στις 22 Αυγούστου ο Μπεϊράν πασάς με δύο πασάδες – ο Χατζή Μπεκίρ είχε πεθάνει στη Λαμία- στρατοπέδευσε στην Πλατανιά. Την επομένη έστειλε ένα σώμα από 300 πεζούς στη Φοντάνα και 200 ιππείς στα Βασιλικά για ανίχνευση. Οι ιππείς μη συναντώντας κάποια αντίσταση προχώρησαν στο εσωτερικό της διάβασης και τότε οι κρυμμένοι μέσα στο δάσος Έλληνες τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και τους αποδεκάτισαν. Ανάλογη τύχη είχαν και οι Τούρκοι πεζοί στη Φοντάνα. Την ίδια μέρα έφθασε και ο οπλαρχηγός του Οδυσσέα Γιάννης Ρούκης με όσους άνδρες είχε.
Στις 26 Αυγούστου το πρωί ο Μπεϊράν πασάς, αφού άφησε φρουρά στην Πλατανιά για τη φύλαξη των αποσκευών, ξεκίνησε με όλο το στρατό του για να ανοίξει τα στενά. Οι Τούρκοι, μόλις έφθασαν στην είσοδο των στενών, άρχισαν τους κανονιοβολισμούς και ύστερα έπεσαν πάνω στους άνδρες του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα, τους οποίους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν, όπως και τις δυνάμεις του Γκούρα, που είχε προστρέξει σε βοήθεια. Ο Γκούρας και οι άλλοι οπλαρχηγοί οχυρώθηκαν σε ένα ερημοκλήσι και εκεί αντέταξαν άμυνα. Σε λίγο έφθασαν και 250 Λιβαδίτες με αρχηγούς τους Βασίλη Μπούσγο, Γιάννη Λάππα και Μήτρο Τριανταφυλλίνα, που έδωσαν νέα τροπή στη μάχη.
Με την κραυγή «Έφθασεν ο Οδυσσεύς», ο Γκούρας διέταξε γενική επίθεση, ενώ ο ίδιος μαζί με τον Ρούκη έκαναν κυκλωτικό ελιγμό και βρέθηκαν στα νώτα του εχθρού, ο οποίος, όμως, είχε προσβληθεί και από τους άνδρες του Δυοβουνιώτη, που ενέδρευαν στο δάσος, αλλά και από τις δυνάμεις του Παπαντρέα, που είχαν σπεύσει από τη Φοντάνα.
Η μάχη ήταν σφοδρή και, επειδή η τοποθεσία ήταν στενή και δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν οι πεζοί ούτε και να δράσει το ιππικό του Μπεϊράν πασά, οι Τούρκοι πανικοβλήθηκαν και βαλλόμενοι από όλες ης πλευρές υπέστησαν βαριές απώλειες. Το μέγεθος της καταστροφής δίνεται από τον Δημήτριο Αινιάν με την ακόλουθη περιγραφή:
«Εις την κοιλάδα των Βασιλικών είχεν ήδη μετακομισθή το μεγαλύτερον μέρος των αμαξών και όλα σχεδόν τα φορτηγά, και όταν ωπισθοδρόμουν οι Τούρκοι, ενέπιπτον εις αυτά, και εγίνετο τοσούτος θόρυβος και σύγκρουσις, ώστε ουδ’ οι πολεμούντες δεν εφρόντιζον πλέον περί ενός γενικού σχεδίου υπερασπίσεως, αλλ’ όλοι εστράφησαν εις φυγήν προσπαθούντες ποίος ποίον να προλάβη διά να σωθή ώστε οι Έλληνες ηκολούθουν καταδιώκοντες και φονεύοντες χωρίς αντίστασιν, έως ού ευγήκαν οι Τούρκοι από τα στενά, αφήσαντες εις την εξουσίαν των Ελλήνων όλας τας τροφάς, τα πολεμοφόδια, τα πυροβόλα και δύο περίπου χιλιάδας φορτηγά».
Από τους 8.000 Τούρκους σκοτώθηκαν πάνω από το ένα τρίτο, μεταξύ των οποίων και ο Μεμίς πασάς από τον ίδιο τον Γκούρα και ο γιος του Μπεϊράν πασά, ενώ είναι άγνωστος ο αριθμός αυτών που αιχμαλωτίστηκαν. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν μικρές, περίπου 50 νεκροί και τραυματίες, ενώ τα λάφυρα που αποκόμισαν ήταν άφθονα, ανάμεσα τους και 800 άλογα, 2 κανόνια και 18 σημαίες. Ο Μπεϊράν πασάς αποσύρθηκε πανικόβλητος στη Λαμία και άφησε στο στρατόπεδο του στην Πλατανιά βοδάμαξες, σκηνές και πολεμοφόδια, που πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων.
Η ήττα στα Βασιλικά σήμανε και το τέλος της σταδιοδρομίας του (κατ’ άλλους αυτοκτόνησε και κατ’ άλλους εκτελέστηκε με διαταγή του σουλτάνου). Η μάχη στα Βασιλικά ήταν η σημαντικότερη που δόθηκε στην Ανατολική Στερεά από την έναρξη του Αγώνα. Συνετρίβη μία πολύ ισχυρή επίλεκτη τουρκική δύναμη. Δεν ενώθηκαν οι δυνάμεις του Μπεϊράν πασά με του Ομέρ Βρυώνη, που αποχώρησαν και οι δύο στη Λαμία, και έτσι κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Στερεάς οι δυνάμεις των επαναστατών. Απομακρύνθηκε επίσης ο κίνδυνος συντριβής της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα στους Έλληνες να απελευθερώσουν την Τρίπολη.
Αικατερίνη Φλεριανού
Ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου