Με την επωνυμία Επιχείρηση Ultra φέρεται η επιχείρηση που οργάνωσαν οι Βρετανοί κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για την αποκωδικοποίηση των κρυπτογραφημένων ραδιομηνυμάτων ή μηνυμάτων τηλετύπου (teleprinter) των δυνάμεων του Άξονα. Η κωδική αυτή ονομασία επεκτάθηκε σε όλες τις ανάλογες συμμαχικές προσπάθειες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι η επιχείρηση παρέμεινε μυστική καθ' όλη τη διάρκεια διεξαγωγής της, αποτελώντας ένα από τα καλύτερα φυλασσόμενα μυστικά του πολέμου: Δεν ήταν απλώς χαρακτηρισμένη ως "άκρως απόρρητη" (top-secret) αλλά "υπέρ - άκρως απόρρητη" (ultra-secret).
Οι επεκτατικές βλέψεις του Χίτλερ από το 1933 οπότε και ανέλαβε την εξουσία δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές από τους Γάλλους και τους Βρετανούς. Ωστόσο, όταν το 1938 υπογράφηκε η Συμφωνία του Μονάχου, στα πλαίσια μιας "πολιτικής κατευνασμού" πολλοί Βρετανοί, σε υψηλά κλιμάκια και κυρίως στρατιωτικοί, αντιλήφθηκαν τις βλέψεις αυτές, αν και η κυβέρνηση του Νέβιλ Τσάμπερλεντις αμφισβητούσε. Οργανώθηκε έτσι μια ειδική υπηρεσία, η "Κυβερνητική Σχολή Κωδικών και Κρυπτογραφίας" (Government Code and Cypher School), η οποία, ύστερα από προσωπικές παρεμβάσεις και ενέργειες του επικεφαλής της υπηρεσίας αντικατασκοπείας του Βρετανικού Ναυαρχείου Σερ Χιού Σίνκλαιρ στεγάστηκε στο Μπλέτσλεϊ Παρκ.
Κύριο λήμμα: Μπλέτσλεϊ Παρκ
Η δημιουργία της υπηρεσίας αποκρυπτογράφησης των "εχθρικών" μηνυμάτων ανάγεται στο 1938. Η "σχολή" επανδρώθηκε με ειδικούς κρυπτολόγους, γλωσσολόγους και άλλους ειδικούς ενώ ο απαραίτητος εξοπλισμός - κυρίως οι κεραίες λήψης - εγκαταστάθηκε αρκετά μακριά από το κτήριο του Μπλέτσλεϊ Παρκ ώστε να μη δίνει στόχο σε ενδεχόμενους βομβαρδισμούς.
Βασικός στόχος της επιχείρησης ήταν η αποκρυπτογράφηση των εχθρικών διαβιβάσεων. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν αρκετούς τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των σταθμών διοίκησης και των μονάδων τους καθώς και μεταξύ των υψηλών στρατιωτικών - διοικητικών κλιμακίων. Βασικός εξοπλισμός των Γερμανών ήταν η συσκευή Enigma.
Κύριο λήμμα: Συσκευή Enigma
Ευτυχώς για τους Βρετανούς, οι Πολωνοί είχαν αποκτήσει μια συσκευή Enigma και είχαν προσπαθήσει να αναλύσουν το μηχανισμό του πριν το ξέσπασμα του Πολέμου και όσο οι Γερμανοί τη δοκίμαζαν. Η αρχική επιτυχία υποσκελίστηκε όταν, καθώς πλησίαζε ο Πόλεμος, οι Γερμανοί άρχισαν να αλλάζουν τρόπους κωδικοποίησης καθημερινά, αντί κάθε μερικές εβδομάδες. Η ταχύτητα αποκρυπτογράφησης, κρίσιμη παράμετρος σε τέτοια περίπτωση, έθεσε τους Πολωνούς εκτός μάχης. Πρόλαβαν, ωστόσο, να δώσουν τις ως τότε εργασίες τους στους Βρετανούς ελάχιστα πριν η Βέρμαχτ εισβάλει στη χώρα τους.
Το 1939 οι ειδικοί του Μπλέτσλεϊ Παρκ επιφορτίστηκαν με την κύρια αποστολή αποκωδικοποίησης των μηνυμάτων που είχαν κωδικοποιηθεί με τη συσκευή Enigma. Ο στόχος δεν ήταν καθόλου εύκολος, δεδομένου ότι κάθε υπηρεσία χρησιμοποιούσε συσκευές με παραλλαγές: Ο στρατός ξηράς χρησιμοποιούσε κοινές συσκευές με επιπρόσθετο πίνακα βυσμάτων, η Άμπβερ συσκευές με τέσσερις στροφείς (ρότορες) χωρίς πίνακα βυσμάτων, το Ναυτικό συσκευές με τέσσερις ρότορες και πίνακα βυσμάτων κ.ο.κ. Όπως ήταν φυσικό, κάθε παραλλαγή απαιτούσε διαφορετική μέθοδο αποκρυπτογράφησης. Το προσωπικό του Μπλέτσλεϊ Παρκ περιέλαβε, έτσι, εκτός από επιφανείς μαθηματικούς, και σκακιστές, τεχνικούς, ιστορικούς, γλωσσολόγους με αποτέλεσμα να φθάσει τα 500 περίπου άτομα. Με την πάροδο του χρόνου στο προσωπικό της επιχείρησης προστέθηκαν και αρκετές γυναίκες από την αντίστοιχη υπηρεσία του Ναυτικού (WREN) φθάνοντας σε αναλογία ενός άνδρα προς οκτώ γυναίκες. Συνολικά, το προσωπικό της επιχείρησης έφθασε, στις αρχές του 1944, σε περίπου 7.000 άτομα.
Μια από τις δύο συσκευές Enigma που πάρθηκαν από το υποβρύχιο U-505. Διαθέτει και πειραματική συσκευή εκτύπωσης
Οι Γερμανοί είχαν σε καθημερινή χρήση περίπου 50 συσκευές Enigma, κάποιες για το Στρατό, άλλες για το Ναυτικό, άλλες για την Αεροπορία, κάποιες για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, ενώ χρησιμοποιούνταν και από τις μυστικές τους υπηρεσίες. Έτσι, οι αποκρυπτογράφοι της Ultra αντιμετώπιζαν το πρόβλημα όχι να βρουν ένα κλειδί αποκρυπτογράφησης, αλλά μερικές φορές και πενήντα, σχεδόν ταυτόχρονα και στο μικρότερο δυνατό χρόνο. Και έπρεπε να λάβουν υπόψη τους ότι μετά από 1-2 μέρες το κλειδί που μόλις είχαν εντοπίσει θα άλλαζε ξανά.
Η συλλογή του υλικού ήταν εργασία εξ ίσου επίπονη με την αποκρυπτογράφησή του. Για το σκοπό αυτό οι Βρετανοί δημιούργησαν ένα σύνολο σταθμών ακρόασης, τόσο στις Βρετανικές νοτιοανατολικές ακτές όσο και σε επιλεγμένα σημεία της Ευρώπης, το οποίο επάνδρωσαν με ειδικούς των διαβιβάσεων. Η λήψη των σημάτων εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες, τους ανέμους, το θόρυβο του περιβάλλοντος, τις παρεμβολές από συσκευές του αντιπάλου. Σημαντικός, επίσης, ήταν και ο παράγοντας επιλογής συχνότητας, καθώς οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν περισσότερες από 200 συχνότητες για τις εκπομπές τους, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν διάρκεια μικρότερη των 30 δευτερολέπτων. Όσα από τα σήματα γινόταν δυνατό να καταγραφούν αρχικά αποστέλλονταν στη βάση της επιχείρησης, το Μπλέτσλεϊ Παρκ, αρχικά με ταχυδρόμους που χρησιμοποιούσαν μοτοσικλέτες. Αργότερα τους ταχυδρόμους αντικατέστησαν συσκευές τηλετύπων.
Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου οι Βρετανοί σημείωσαν κάποιες μικρές επιτυχίες, οι οποίες, όμως, δεν ήσαν επαρκείς ως αποφασιστικό βήμα για την αποκωδικοποίηση των γερμανικών μηνυμάτων. Σαν να μην έφθανε αυτό, οι Γερμανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν μια ακόμη ομάδα συσκευών, όπως οι Lorenz SZ 40/42 και Siemens and Halske T52, που επονόμασαν "Geheimfernschreiber" (=μυστικό τηλέτυπο), τηλεομοιοτυπικές συσκευές με κωδικοποίηση. Η αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων που στέλνονταν μέσω αυτών των συσκευών ήταν αρκετά ευκολότερη και οι ειδικοί της Ultra δεν άργησαν να τα αποκρυπτογραφήσουν (ειδικά τα μηνύματα των Lorenz). Τα μηνύματα αυτά, όμως, είχαν μεγαλύτερη σημασία από τα αντίστοιχα των Enigma, γιατί μέσω αυτών οι Γερμανοί στήριξαν τις επικοινωνίες στρατηγικών θέσεων και υπηρεσιών. Η επιχείρηση αυτή, στα πλαίσια της Ultra, είχε επονομαστεί "Fish" (ψάρι) και αρχικά οι αποκρυπτογραφήσεις γίνονταν με το χέρι.
Η πρώτη τακτική επιτυχία της Ultra ήρθε με την αποκωδικοποίηση μηνυμάτων της Luftwaffe, η οποία ήταν και η πλέον "απρόσεκτη" στις μεταδόσεις μηνυμάτων: Δεκαπέντε ημέρες πριν τη Μάχη της Κρήτης οι ειδικοί της Ultra διέθεταν ολόκληρο το γερμανικό σχέδιο της εισβολής στο νησί. Αν και η αποκάλυψη αυτού του σχεδίου δε βοήθησε τους Βρετανούς να κρατήσουν την Κρήτη, ήταν η πρώτη ένδειξη σχετικά με το ποια αποτελέσματα μπορούσε να επιτύχει η επιχείρηση. Η "επιτυχία" αυτή, όμως, δεν έγινε άμεσα εμφανής, καθώς η Κρήτη έπεσε 11 ημέρες αργότερα (31 Μαΐου). Ανάλογα μηνύματα είχαν ληφθεί και αποκρυπτογραφηθεί και κατά την εκστρατεία του Ουέιβελ στη Βόρεια Αφρική, αλλά το βασικό μειονέκτημα ήταν ότι το αποτέλεσμα μιας σειράς αποκρυπτογραφημένων μηνυμάτων χρειαζόταν χρόνο για να φθάσει στον επικεφαλής που έπρεπε και αυτός ο χρόνος ήταν καθοριστικός προκειμένου για τακτικές επιχειρήσεις. Εκεί που πραγματικά βοήθησε το υλικό που συνέλεξε η Ultra ήταν η αποκάλυψη ότι τα καύσιμα που διέθετε ο Έρβιν Ρόμελ είχαν μειωθεί κατά 90%. Η πληροφορία αυτή αποδείχτηκε καθοριστική για την τελική έκβαση της αναμέτρησης.
Ίσως, όμως, η σημαντικότερη συμβολή της Ultra στην έκβαση του Πολέμου ήταν, με τις συσκευές που επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν στο Μπλέτσλεϊ Παρκ, η επιτυχής και σχετικά ταχεία αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων που αντάλλασσαν οι βάσεις των υποβρυχίων με τα σκάφη που βρίσκονταν σε επιχειρήσεις. Έτσι κρίθηκε η έκβαση της Μάχης του Ατλαντικού. Ενώ αρχικά στο Μπλέτσλεϊ Παρκ η αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων του Γερμανικού Ναυτικού (Kriegsmarine) ήταν αδύνατη και ο Καρλ Ντένιτς εφάρμοσε με επιτυχία την "τακτική των λύκων", αρχικά με τη σύλληψη του υποβρυχίου "U-110" και μιας "Enigma" του Ναυτικού και στη συνέχεια με τις συσκευές "Bombe" (διατηρήθηκε η πολωνική ονομασία καθώς η αρχική ιδέα βασίστηκε στις εργασίες των Πολωνών), δημιούργημα του Άλαν Τούρινγκ και του τεχνικού των Βρετανικών Ταχυδρομείων Γκόρντον Γουέλτσμαν (Gordon Welchman). Αργότερα κατασκευάστηκαν και οι υπολογιστές "Colossus" που διευκόλυναν σημαντικά την αποκρυπτογράφηση, μειώνοντας τον απαιτούμενο χρόνο.
Με την πάροδο του χρόνου οι Βρετανοί ανέπτυξαν ορισμένες τεχνικές αποκρυπτογράφησης, βασιζόμενοι σε συνήθειες των Γερμανών χειριστών των Enigma. Μια από αυτές ήταν η τεχνική "Cilly", η οποία βασίστηκε αρχικά στο γεγονός ότι ως αρχική ακολουθία στους ρότορες κάποιοι χειριστές έδιναν "ονόματα" που ήταν εύκολο να απομνημονεύσουν: Ένας από αυτούς π.χ. χρησιμοποιούσε σταθερά την ακολουθία "C I L L Y", το όνομα της φιλενάδας του, ενώ κάποιοι άλλοι λιγότερο εργατικοί δεν έκαναν αναδιάταξη των ρυθμίσεων προκειμένου να στείλουν νέο μήνυμα. Αυτή η τεχνική ονομάστηκε "Herivel Tips" (υποδείξεις Χέριβελ) από αυτόν που την επινόησε. Τέλος, δύο όμοια μηνύματα με διαφορετικό κλειδί, μέσω των οποίων ήταν δυνατός ο εντοπισμός των ρυθμίσεων των συσκευών, αποκλήθηκαν "kisses" (φιλιά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου