Κατάσκοποι, φακέλωμα των Ελλήνων, χαρτογράφηση των ακτών, οχυρωματικά έργα με τη βοήθεια Ελλήνων!
Το ενδιαφέρον της Τουρκίας για την Κύπρο αφυπνίστηκε κατά τη δεκαετία του 1950, με βρετανική υποδαύλιση και ως κίνηση αντιπερισπασμού στον αγώνα της ΕΟΚΑ για ένωση με την Ελλάδα. Η απάντηση στην ελληνική οργάνωση ήταν η ΤΜΤ (Turk Mukavemet Teskilati/ Τουρκική Οργάνωση Αντιστάσεως). Συστάθηκε και ελεγχόταν απευθείας από την Άγκυρα με στόχο τη διχοτόμηση του νησιού. Ενεργούσε κυρίως με βομβιστικές επιθέσεις, δολιοφθορές, συλλογή πληροφοριών και δολοφονίες μετριοπαθών Τουρκοκυπρίων. Η ουσιαστική, όμως, οργάνωση των Τουρκοκυπρίων ξεκίνησε μετά τα γεγονότα του 1963 και τη δημιουργία εκ μέρους τους θυλάκων, οι οποίοι κατέληξαν να λειτουργούν ως κράτος εν κράτει. Για τα επόμενα χρόνια, μέσα σε αυτούς τους θύλακες, οι Τουρκοκύπριοι εξοπλίζονταν και εκπαιδεύονταν ανενόχλητοι υπό την καθοδήγηση Τούρκων αξιωματικών. Σύντομα οι θύλακες ενισχύθηκαν με οχυρωματικά έργα. Το υλικό για τα έργα αυτά (κυρίως σκυρόδεμα) πωλείτο στους Τουρκοκυπρίους από Ελληνοκύπριους επιχειρηματίες, με την ανοχή και πλήρη γνώση της κυπριακής κυβέρνησης για το είδος των κατασκευών!
Τον Ιούλιο του 1974, η Τουρκία παρέτασσε συνολικά σχεδόν 400.000 άνδρες στον στρατό ξηράς, έναντι 122.000 που διέθετε η Ελλάδα. Στον αέρα, οι ποιοτικοί συσχετισμοί και οι αναλογίες έκλιναν προς την ελληνική πλευρά, ενώ στη θάλασσα η κατάσταση εμφανιζόταν ισορροπημένη. Οι τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κύπρο (Τουρκοκύπριοι, ΤΟΥΡΔΥΚ και Τούρκοι αξιωματικοί) υπάγονταν επιχειρησιακά στο 6ο Σώμα Στρατού, το οποίο έδρευε στα Άδανα. Στο ίδιο Σώμα ανήκαν και οι δύο τουρκικές μεραρχίες, οι οποίες θα πραγματοποιούσαν την εισβολή. Οι αποβατικές δυνατότητες των Τούρκων εμφανίζονταν εξαιρετικά επικίνδυνες.
Από το 1965 είχαν προχωρήσει στην υλοποίηση ενός φιλόδοξου προγράμματος, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ιδιαίτερα απειλητικοί για την ασφάλεια της Κύπρου. Τα αποβατικά σκάφη που διέθετε το Τουρκικό Ναυτικό το 1974 ήταν σε θέση να μεταφέρουν στο νησί, σε έναν πλου, 3-4.000 άνδρες στο νησί και περιορισμένο αριθμό αρμάτων μάχης. Από αέρος ήταν δυνατό να ριφθούν ή να μεταφερθούν τουλάχιστον 2.000 άνδρες την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων, ενώ τα 60 ελικόπτερα UH-1H, τα οποία διέθετε ο Τουρκικός Στρατός, είχαν τη δυνατότητα μεταφοράς 400 στρατιωτών σε μία διαδρομή. Πάντως, η μάχη ουσιαστικά θα κρινόταν αν οι Τούρκοι κατάφερναν να αποβιβάσουν στην Κύπρο τα σύγχρονα άρματα μάχης Μ-48.
Η Εθνική Φρουρά αδυνατούσε να τα αντιμετωπίσει με τα πεπαλαιωμένα T-34. Τον σημαντικότερο ρόλο πάντως στην οργάνωση της εισβολής διαδραμάτισε η εκτεταμένη κατασκοπευτική δραστηριότητα, στην οποία επιδόθηκε η Τουρκία σε βάρος της Κύπρου, πολλά χρόνια πριν από το μοιραίο 1974. Επισημάνθηκαν τα στρατόπεδα και οι θέσεις της Εθνικής Φρουράς, αεροφωτογραφήθηκαν και χαρτογραφήθηκαν οι ακτές που είχαν επιλεγεί για απόβαση. Επιπλέον, «φακελώθηκαν» οι Ελλαδίτες αξιωματικοί που βρίσκονταν στην Κύπρο και οι Κύπριοι ενωτικοί. Την κατασκοπεία επιτέλεσαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1964-1974 Τούρκοι αξιωματικοί, οι οποίοι υπηρέτησαν στην ΤΟΥΡΔΥΚ ή στελέχωσαν τα τουρκοκυπριακά τάγματα, καθώς και άλλοι, οι οποίοι στάλθηκαν από την Τουρκία ως πολίτες. Χρησιμοποιήθηκε επίσης μικρός αριθμός Βρετανών, οι οποίοι διέμεναν μόνιμα στο νησί, καθώς και κάποιοι Ελληνοκύπριοι, μέλη συνήθως του κυπριακού υποκόσμου.
Τη στιγμή που η συνεργασία της ελληνικής και κυπριακής ΚΥΠ σκιάζονταν από νέφη αμοιβαίας καχυποψίας, οι Τούρκοι έστηναν, σχεδόν ανενόχλητοι, ένα εκτεταμένο δίκτυο παρακολούθησης. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην περιοχή της Κυρήνειας. Ενδεικτική ήταν η περίπτωση Τούρκου αξιωματικού, ο οποίος είχε εντοπισθεί στην πόλη της Κυρήνειας τουλάχιστον από το 1970, όπου και εμφανιζόταν ως Τουρκοκύπριος.
Απασχολείτο ευκαιριακά στη φύλαξη σκαφών. Η μυστική του αποστολή όμως ήταν η αξιολόγηση των ακτών της περιοχής για απόβαση και η καταγραφή των επάκτιων οχυρώσεων. Ανάλογη περίπτωση καταγράφηκε και στην Πάφο: Ο συμπαθής Τουρκοκύπριος μικροπωλητής που άπλωνε την πραμάτεια του έξω από στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς ήταν Τούρκος αντισυνταγματάρχης! Παράλληλα, πολλοί Τούρκοι αξιωματικοί καλύπτονταν πίσω από την ιδιότητα του τουρίστα. Έφταναν στην Κύπρο συνήθως από το Λονδίνο, ως συμμετέχοντες σε ομαδικές εκδρομές βρετανικών πρακτορείων.
Όταν το πρωινό της 21ης Ιουλίου καταλήφθηκε η τουρκοκυπριακή συνοικία της Λεμεσού, στο υπόγειο διοικητήριό της βρέθηκε πλήθος αποδεικτικών στοιχείων για την επί σειρά ετών κατασκοπευτική δραστηριότητα των Τούρκων: λεπτομερή σχεδιαγράμματα των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, καταγραφή των οπλικών της συστημάτων, φωτογραφίες και σημειώσεις για τα πολιτικά φρονήματα αξιωματικών, οπλιτών και πολιτών. Το τελευταίο στοιχείο ενδιέφερε ιδιαίτερα τους Τούρκους, όπως αποδείχθηκε στη διάρκεια της εισβολής. Σε κάθε πόλη και χωριό που καταλάμβαναν, πρώτα αναζητούσαν τους Κύπριους ενωτικούς, παλαιά μέλη της ΕΟΚΑ ή της ΕΟΚΑ Β’. Φυσικά τους εκτελούσαν αμέσως, καθώς θεωρούσαν ότι αυτοί θα προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στην εισβολή. Οι Τούρκοι έκαναν καλά τη δουλειά τους. Οι Έλληνες;
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός
Πηγή
Το ενδιαφέρον της Τουρκίας για την Κύπρο αφυπνίστηκε κατά τη δεκαετία του 1950, με βρετανική υποδαύλιση και ως κίνηση αντιπερισπασμού στον αγώνα της ΕΟΚΑ για ένωση με την Ελλάδα. Η απάντηση στην ελληνική οργάνωση ήταν η ΤΜΤ (Turk Mukavemet Teskilati/ Τουρκική Οργάνωση Αντιστάσεως). Συστάθηκε και ελεγχόταν απευθείας από την Άγκυρα με στόχο τη διχοτόμηση του νησιού. Ενεργούσε κυρίως με βομβιστικές επιθέσεις, δολιοφθορές, συλλογή πληροφοριών και δολοφονίες μετριοπαθών Τουρκοκυπρίων. Η ουσιαστική, όμως, οργάνωση των Τουρκοκυπρίων ξεκίνησε μετά τα γεγονότα του 1963 και τη δημιουργία εκ μέρους τους θυλάκων, οι οποίοι κατέληξαν να λειτουργούν ως κράτος εν κράτει. Για τα επόμενα χρόνια, μέσα σε αυτούς τους θύλακες, οι Τουρκοκύπριοι εξοπλίζονταν και εκπαιδεύονταν ανενόχλητοι υπό την καθοδήγηση Τούρκων αξιωματικών. Σύντομα οι θύλακες ενισχύθηκαν με οχυρωματικά έργα. Το υλικό για τα έργα αυτά (κυρίως σκυρόδεμα) πωλείτο στους Τουρκοκυπρίους από Ελληνοκύπριους επιχειρηματίες, με την ανοχή και πλήρη γνώση της κυπριακής κυβέρνησης για το είδος των κατασκευών!
Τον Ιούλιο του 1974, η Τουρκία παρέτασσε συνολικά σχεδόν 400.000 άνδρες στον στρατό ξηράς, έναντι 122.000 που διέθετε η Ελλάδα. Στον αέρα, οι ποιοτικοί συσχετισμοί και οι αναλογίες έκλιναν προς την ελληνική πλευρά, ενώ στη θάλασσα η κατάσταση εμφανιζόταν ισορροπημένη. Οι τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κύπρο (Τουρκοκύπριοι, ΤΟΥΡΔΥΚ και Τούρκοι αξιωματικοί) υπάγονταν επιχειρησιακά στο 6ο Σώμα Στρατού, το οποίο έδρευε στα Άδανα. Στο ίδιο Σώμα ανήκαν και οι δύο τουρκικές μεραρχίες, οι οποίες θα πραγματοποιούσαν την εισβολή. Οι αποβατικές δυνατότητες των Τούρκων εμφανίζονταν εξαιρετικά επικίνδυνες.
Από το 1965 είχαν προχωρήσει στην υλοποίηση ενός φιλόδοξου προγράμματος, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ιδιαίτερα απειλητικοί για την ασφάλεια της Κύπρου. Τα αποβατικά σκάφη που διέθετε το Τουρκικό Ναυτικό το 1974 ήταν σε θέση να μεταφέρουν στο νησί, σε έναν πλου, 3-4.000 άνδρες στο νησί και περιορισμένο αριθμό αρμάτων μάχης. Από αέρος ήταν δυνατό να ριφθούν ή να μεταφερθούν τουλάχιστον 2.000 άνδρες την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων, ενώ τα 60 ελικόπτερα UH-1H, τα οποία διέθετε ο Τουρκικός Στρατός, είχαν τη δυνατότητα μεταφοράς 400 στρατιωτών σε μία διαδρομή. Πάντως, η μάχη ουσιαστικά θα κρινόταν αν οι Τούρκοι κατάφερναν να αποβιβάσουν στην Κύπρο τα σύγχρονα άρματα μάχης Μ-48.
Η Εθνική Φρουρά αδυνατούσε να τα αντιμετωπίσει με τα πεπαλαιωμένα T-34. Τον σημαντικότερο ρόλο πάντως στην οργάνωση της εισβολής διαδραμάτισε η εκτεταμένη κατασκοπευτική δραστηριότητα, στην οποία επιδόθηκε η Τουρκία σε βάρος της Κύπρου, πολλά χρόνια πριν από το μοιραίο 1974. Επισημάνθηκαν τα στρατόπεδα και οι θέσεις της Εθνικής Φρουράς, αεροφωτογραφήθηκαν και χαρτογραφήθηκαν οι ακτές που είχαν επιλεγεί για απόβαση. Επιπλέον, «φακελώθηκαν» οι Ελλαδίτες αξιωματικοί που βρίσκονταν στην Κύπρο και οι Κύπριοι ενωτικοί. Την κατασκοπεία επιτέλεσαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1964-1974 Τούρκοι αξιωματικοί, οι οποίοι υπηρέτησαν στην ΤΟΥΡΔΥΚ ή στελέχωσαν τα τουρκοκυπριακά τάγματα, καθώς και άλλοι, οι οποίοι στάλθηκαν από την Τουρκία ως πολίτες. Χρησιμοποιήθηκε επίσης μικρός αριθμός Βρετανών, οι οποίοι διέμεναν μόνιμα στο νησί, καθώς και κάποιοι Ελληνοκύπριοι, μέλη συνήθως του κυπριακού υποκόσμου.
Τη στιγμή που η συνεργασία της ελληνικής και κυπριακής ΚΥΠ σκιάζονταν από νέφη αμοιβαίας καχυποψίας, οι Τούρκοι έστηναν, σχεδόν ανενόχλητοι, ένα εκτεταμένο δίκτυο παρακολούθησης. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην περιοχή της Κυρήνειας. Ενδεικτική ήταν η περίπτωση Τούρκου αξιωματικού, ο οποίος είχε εντοπισθεί στην πόλη της Κυρήνειας τουλάχιστον από το 1970, όπου και εμφανιζόταν ως Τουρκοκύπριος.
Απασχολείτο ευκαιριακά στη φύλαξη σκαφών. Η μυστική του αποστολή όμως ήταν η αξιολόγηση των ακτών της περιοχής για απόβαση και η καταγραφή των επάκτιων οχυρώσεων. Ανάλογη περίπτωση καταγράφηκε και στην Πάφο: Ο συμπαθής Τουρκοκύπριος μικροπωλητής που άπλωνε την πραμάτεια του έξω από στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς ήταν Τούρκος αντισυνταγματάρχης! Παράλληλα, πολλοί Τούρκοι αξιωματικοί καλύπτονταν πίσω από την ιδιότητα του τουρίστα. Έφταναν στην Κύπρο συνήθως από το Λονδίνο, ως συμμετέχοντες σε ομαδικές εκδρομές βρετανικών πρακτορείων.
Όταν το πρωινό της 21ης Ιουλίου καταλήφθηκε η τουρκοκυπριακή συνοικία της Λεμεσού, στο υπόγειο διοικητήριό της βρέθηκε πλήθος αποδεικτικών στοιχείων για την επί σειρά ετών κατασκοπευτική δραστηριότητα των Τούρκων: λεπτομερή σχεδιαγράμματα των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, καταγραφή των οπλικών της συστημάτων, φωτογραφίες και σημειώσεις για τα πολιτικά φρονήματα αξιωματικών, οπλιτών και πολιτών. Το τελευταίο στοιχείο ενδιέφερε ιδιαίτερα τους Τούρκους, όπως αποδείχθηκε στη διάρκεια της εισβολής. Σε κάθε πόλη και χωριό που καταλάμβαναν, πρώτα αναζητούσαν τους Κύπριους ενωτικούς, παλαιά μέλη της ΕΟΚΑ ή της ΕΟΚΑ Β’. Φυσικά τους εκτελούσαν αμέσως, καθώς θεωρούσαν ότι αυτοί θα προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στην εισβολή. Οι Τούρκοι έκαναν καλά τη δουλειά τους. Οι Έλληνες;
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου